ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Οροπέδιο Λασιθίου βρισκόταν στο κέντρο του Μινωικού Κόσμου και κατοικήθηκε από τη Νεολιθική εποχή, όπως διαπίστωσαν οι αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων χρόνων. Το Σπήλαιο της Τραπέζας, το Κρόνιον, όπως το βάφτισαν, κοντά στο χωριό Τζερμιάδω, ήταν κατοικία νεολιθικών ανθρώπων που ανέπτυξαν το δικό τους τύπο κεραμικής. (Βλ. J. Pendrebury, The Archaeology of Crete, 1963, σ.35). Την πρώτη Μεσομινωική περίοδο είχε γίνει σπουδαίο ιερό, όπως δείχνουν οι σκαραβαίοι της 11ης φαραωνικής δυναστείας της Αιγύπτου, που βρέθηκαν εκεί. (Pendlebury, σ. 121).
Το 1900-1700 π.Χ. το θρησκευτικό κέντρο της Τραπέζας μετατοπίστηκε στο Δικταίο Άντρο (Σπήλαιο Ψυχρού), το σπήλαιο της Βηθλεέμ της προχριστιανικής θρησκείας των Ελλήνων, όπου κατά τη Θεογονία του Ησιόδου, γεννήθηκε ο Ζεύς.
Το Δικταίο Άντρο υπήρξε σπουδαιότατος τόπος λατρείας, όπως φαίνεται από τα ευρήματα: τράπεζες σπονδών, χάλκινα ειδώλια σε στάση προσευχής, όπλα αναθηματικά, διπλοί πελέκεις κ.λπ. (Βλ. D.C.Hogarth, The Dictaean Cave, BSA, vol. VI, σ.94, 109). To Δικταίο Άντρο συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον από τα 3320 σπήλαια της Κρήτης τόσο για την προϊστορία του, όσο και για το θεαματικό του διάκοσμο.
Μια άλλη αρχαία πόλη υπήρξε τη Μεσομινωική III περίοδο στην κορυφή του υψώματος Παπούρα (1026 μ.), βορειοδυτικά του χωρίου Λαγού. Στην περιοχή αυτή έκανε ανασκαφές ο Pendlebury.
Επίσης στο σημερινό χωριό Πλάτη, κοντά στο Δικταίο Άντρο, ανασκάφηκε το 1913 από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή οικισμός, που κατοικήθηκε την πρώτη Υστερομινωική μέχρι την τρίτη Υστερομινωική περίοδο.
Άλλος Υπομινωικός οικισμός στην περιοχή του Λασιθίου ήταν στο ύψωμα Καρφί (1100 μ.), στις δυτικές προσβάσεις της Σελένας, βορειοδυτικά του Τζερμιάδω. (Σχετικά βλ. λήμμα Καρφί).
Για τις επόμενες χρονικές περιόδους, ακόμη και για τη Β' Βυζαντινή, δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές για το Λασίθι. Ούτε μπορούμε να εικάσουμε από λείψανα των περιόδων αυτών, γιατί η καταστροφή του Λασιθίου από τη Βενετία τους τρείς πρώτους αιώνες της κυριαρχίας της ήταν ολοκληρωτική και δεν άφησε ίχνος ζωής, ούτε ερείπια οικισμών .Έχουν παραμείνει μόνο 3 βυζαντινές εκκλησίες, όπως θα δούμε και παρακάτω. Πόσοι και ποιοι οικισμοί υπήρχαν στις περιόδους αυτές, δεν γνωρίζουμε και πιθανόν να μην μάθουμε ποτέ.
Κατά τη 2η Σταυροφορία και συγκεκριμένα στις 4/4/1204 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων ή Σταυροφθόρων, όπως ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς. Σώθηκαν μόνο ελάχιστες επαρχίες. Οι Σταυροφόροι μοίρασαν τότε την απέραντη αυτοκρατορία μεταξύ τους.
Η Κρήτη έπεσε στο μερίδιο του Λομβαρδού Μαρκησίου του Μομφεράτου Βονιφάτιου, που ονομάσθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Ο Βονιφάτιος, για να χαρεί την βασιλεία του ανενόχλητος, μεταβίβασε το έτος 1204 με συμβόλαιο επίσημο, που υπογράφηκε στην Ανδριανούπολη, την κυριότητα της Κρήτης στους Ενετούς αντί (1000) χιλίων μαρκών καθαρού αργύρου, που άξιζαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) χρυσά φράγκα. Η μάρκα ήταν μονάδα βάρους και αντιστοιχούσε σε 238,5 γραμμάρια. Η Κρήτη, δηλαδή, πουλήθηκε στην εξευτελιστική τιμή των 238,5 κιλών αργύρου.
Οι Ενετοί πήραν τα χωράφια των Κρητικών, τα οικειοποιήθηκαν και παράλληλα τους κακομεταχειρίζονταν. Οι Κρητικοί, ένας λαός φιλελεύθερος, δεν μπορούσαν να ανεχθούν αυτές τις ταπεινώσεις των κατακτητών και άρχισαν να αντιδρούν έντονα και να τους παρενοχλούν από τα πρώτα κιόλας χρόνια με εξεγέρσεις, δολιοφθορές και άλλα διάφορα.
Το Οροπέδιο Λασιθίου λόγω της ευφορίας του και της φυσικής του οχυρότητας ήταν ο τόπος απ’ όπου άρχιζαν πολλές επαναστάσεις ή όπου κατέφευγαν οι επαναστάτες και οι αποκηρυγμένοι. Δίκαια το ονόμασαν “αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας”. Γνωστές είναι οι επαναστάσεις των Αγιοστεφανιτών το 1212, των Χορτατσών το 1273, των Καψοκαλύβων το 1341 και των αδελφών Καλλέργη το 1363, που ξεκίνησαν όλες από το Οροπέδιο Λασιθίου.
Απαγόρευση κατοίκησης του ΟροπεδίουΟι φεουδάρχες Ενετοί του Λασιθίου, παρενοχλημένοι διαρκώς από τους ντόπιους, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Τότε, για να μην βρίσκουν άσυλο οι επαναστάτες στο Λασίθι, ο Δούκας του Ηρακλείου εισηγήθηκε στο Συμβούλιο των Ευγενών να κηρυχθεί το Λασίθι τόπος ακατοίκητος (1293). Παράλληλα, εξεδόθη άλλο διάταγμα της ενετικής γερουσίας, το οποίο απαγόρευε στους Ενετούς να παντρεύονται Κρητικοπούλες. Όσοι παρανομούσαν, έχαναν τον φέουδό τους. Αυτό, όμως, δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το Οροπέδιο Λασιθίου, βέβαια, με το αδούλωτο φρόνημά του δεν συμμορφώθηκε στις απειλές και τότε η Βενετία με νέο πιο σκληρό νόμο διέταξε το έτος 1343 την ερήμωσή του, το γκρέμισμα όλων των σπιτιών (δεν άφησαν πέτρα πάνω στην άλλη), το ξερίζωμα όλων των οπωροφόρων δέντρων και των αμπελιών. Όποιος συλλαμβανόταν να μένει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη του Λασιθίου ή να βόσκει τα ζώα του, του έκοβαν το ένα πόδι ή τον σκότωναν. Έτσι, οι κάτοικοί του κατέφυγαν στα χωριά των όμορων επαρχιών κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά μόνιμα. Να γιατί δε σώζεται στο Λασίθι τίποτα το βυζαντινό, ούτε ονόματα χωριών, ούτε τοπωνύμια. Τα μοναδικά βυζαντινά λείψανα είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Αγουστί χωριό (κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Γεώργιος), η εκκλησία του Αγίου Σεργίου και Βάκχου στο νεκροταφείο του χωριού Γεροντωμουρί (σημερινό Αγ. Χαράλαμπος) και η εκκλησία της Αγίας Άννας στο νεκροταφείο του Τζερμιάδου, η οποία πριν από 50 περίπου χρόνια κακώς κατεδαφίστηκε και στην θέση της ανεγέρθηκε άλλη μεγαλύτερή της. Η παραπάνω απαγόρευση κράτησε πάνω από 200 χρόνια.
Άρση της απαγόρευσηςΤον 15ο αιώνα άρχισε να πέφτει στην Κρήτη πείνα λόγω της αφορίας των δημητριακών και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τα στρατεύματά τους, που διαρκώς πλήθαιναν στο νησί φοβούμενοι την κατάληψή της από τους Τούρκους. Τότε ο Δούκας του Ηρακλείου εισηγήθηκε στη Βενετία ότι δεν υπήρχε πια λόγος να μένει ακαλλιέργητος ο εύφορος αυτός τόπος, το Λασίθι, εφόσον τα πράγματα είχαν ησυχάσει. Καλό θα ήταν, λοιπόν, ν’ αρχίσει να σπέρνεται ο τόπος από τη διοίκηση των Ενετών ή να ενοικιάζεται.
Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το Λασίθι θεωρούνταν ανέκαθεν ο σιτοβολώνας της Κρήτης. Πετύχαινε ακόμη και τις χρονιές που λόγω ανομβρίας ή άλλων αιτιών αποτύγχαναν τα σιτηρά στην υπόλοιπη Κρήτη. Έτσι βγήκε και η παροιμία “αν πετύχει το Λασίθι, κακόν το ‘παθε η Κρήτη”. Δεν μπορούσε, λοιπόν, να μένει ακαλλιέργητο, ενώ η Κρήτη πεινούσε! Έτσι, στις 30 Νοεμβρίου 1514 ανακλήθηκε το απαγορευτικό διάταγμα κι επιτράπηκε ξανά η καλλιέργειά του.
Το Λασίθι, όμως, με την πολυετή ακαλλιεργησία του είχε γίνει ένα απέραντο λιβάδι που για να καλλιεργηθεί, έπρεπε να αποστραγγισθεί και να εκχερσωθεί. Τότε η Ενετία έστειλε μηχανικούς έμπειρους σε αποστραγγιστικά έργα, οι οποίοι χάραξαν και άνοιξαν τις “Λίνιες” που σώζονται ακόμη και σήμερα και έτσι αποστραγγίστηκε ο κάμπος.
Επανακατοίκηση του ΟροπεδίουΎστερα απ’ όλα αυτά η Ενετία επέτρεψε σ’ όσους ήθελαν να βγουν στο οροπέδιο, να παχτώσουν (ενοικιάσουν) όση γη μπορούσαν να καλλιεργήσουν. Παράλληλα έφερε κι εκείνη Πελοποννήσιους φίλους της από την Μονεμβασιά και το Ναύπλιο, για να τους ανταμείψει για την φιλική στάση τους απέναντί της τα χρόνια της Ενετοκρατίας και τους μοίρασε μεγάλες εκτάσεις στο Οροπέδιο να τις καλλιεργούν με την υποχρέωση να της παραδίδουν το ένα τρίτο της σοδειάς τους. Σε αυτό το σημείο αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι τα έσοδα του Δημοσίου από τα παχτωτικά έφθαναν ενίοτε στα δεκαέξι χιλ. μουζούρια δημητριακά και ότι το Λασίθι δεν αποτέλεσε ποτέ Καστελανία (επαρχία), αλλά υπαγόταν απευθείας στο Δούκα.
Στους αγρότες που ανέβαιναν στο Λασίθι για καλλιέργειες απαγόρευαν να χτίζουν κανονικά σπίτια και να δημιουργούν χωριά. Γι’ αυτό, η παραμονή τους διαρκούσε όσο η σπορά ή ο θερισμός και τ’ αλώνισμα. Αυτοί διέμεναν σε πρόχειρα σπίτια και καλύβες σε μικρούς οικισμούς, τα λεγόμενα “μετόχια”.
Έτσι δημιουργήθηκαν 46 μετόχια, πολλά από τα οποία πήραν τ’ όνομά τους από τον πρώτο τους οικιστή (Τζερμιάδω από τον Τζερμιά, Φαρσάρω από τον Φαρσάρη κ.λ.π.). Άλλα απ’ αυτά διατηρήθηκαν και εξελίχθηκαν αργότερα σε χωριά (Αγ. Γεώργιος, Τζερμιάδω, Αβρακόντε, Αγ. Κωνσταντίνος κ.λ.π.) και άλλα έσβησαν και διατηρούνται σήμερα μόνο ως τοπωνύμια (Αγουστί, Μόρος, Χώνος , Κερασά, Σαρακηνού, Αγία Πελαγία κ.λ.π.)
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Λασίθι έπαθε και πάλι μεγάλες καταστροφές κατά τις επαναστάσεις, παρ' όλο που δεν κατοίκησαν ποτέ Τούρκοι εκεί. Το 1823 ο Αιγύπτιος Χασάν πασάς προσπάθησε να το καταλάβει από τις συνήθεις διαβάσεις της Αμπέλου και Τσούλη Μνήμα, αλλά η άμυνα του οροπεδίου ήταν αποτελεσματική. Προχώρησε από τη Βιάννο, κατέλαβε την Κριτσά Μεραμπέλου και από εκεί πέρασε στο Καθαρό, απ' όπου κατέβηκε στο οροπέδιο από ένα αφρούρητο μονοπάτι και κατέστρεψε τα πάντα. Η παράδοση λέει ότι οι Τούρκοι έκαναν πυραμίδα με τα κεφάλια των σκοτωμένων και πολλά παιδιά και γυναίκες πάρθηκαν αιχμάλωτοι.
Το Μάη του 1867 ο Αττίλας της Κρήτης Ομέρ πασάς κατόρθωσε και αυτός να «πατήσει» το Λασίθι από αφρούρητο και πάλι μονοπάτι της Γερακιανής Λαγκάδας και να το καταστρέψει ύστερα από πολυήμερες μάχες με τους επαναστάτες.
Και τέλος, κατά την περίοδο της Γερμανοϊταλικής κατοχής το Λασίθι δεν υστέρησε σε θυσίες και τα γύρω βουνά έπαιξαν και πάλι τον αιώνιο ρόλο τους για την Ελευθερία.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η επαρχία Λασιθίου υπαγόταν στο νομό Ηρακλείου, όπως άλλωστε και οι επαρχίες Σητείας, Ιεράπετρας και Μεραμπέλου. Ύστερα από τον Οργανικό νόμο του 1867 ξαναϊδρύθηκε ο νομός Λασιθίου, που τον αποτέλεσαν οι επαρχίες Μεραμπέλου, Λασιθίου, Σητείας και Ιεράπετρας, όπως άλλωστε αποτελείται μέχρι σήμερα.
Θεομηνίες και ΕπιδημίεςΑξίζει ν’ αναφέρουμε ότι η Κρήτη, επομένως και το Λασίθι, δεν υπέφερε μόνο από το σκληρό δυνάστη κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας, αλλά δοκιμαζόταν τακτικά και από καταστρεπτικούς σεισμούς. Ονομαστοί έμειναν οι σεισμοί του 1416, του 1596 και του 1604. Ο τελευταίος μάλιστα με τους μετασεισμούς του κράτησε αρκετό χρόνο και ήταν ο πιο καταστρεπτικός. Ο κόσμος δεν κοιμόταν μέσα στα σπίτια, αλλά στο ύπαιθρο. Οι παραπάνω σεισμοί αποδεκάτισαν τον πληθυσμό του Λασιθίου. Εκτός από τους σεισμούς, ο τόπος υπέφερε συχνά από λειψυδρία, σιτοδεία, πείνα και μολυσματικές ασθένειες.
Ένας από τους σοβαρούς λόγους της συχνής πείνας ήταν ο σύρκος. Ήταν μια ασθένεια των φυτών και κυρίως των σιτηρών, που επιστημονικά ονομάζεται ερυσίβη των σιτηρών. Η ασθένεια, όταν χτυπήσει τα φυτά, ακόμη και σήμερα, προκαλεί μεγάλες καταστροφές. Κατ’ αυτή συρκώνουν, όπως λέμε, τα φυτά που βρίσκονται σε μεγάλη υγρασία ιδίως την άνοιξη. Τα σιτηρά του Λασιθίου παλαιότερα και κυρίως μετά το 1574, οπότε υπήρχαν πολύ περισσότερες βροχές σε σύγκριση με σήμερα, υπέφεραν από σύρκο γιατί λόγω της γεωγραφικής διαμόρφωσής του, η αφούρα (ομίχλη) που πιάνει κάθε πρωί, δεν φεύγει εύκολα. Ανατέλλει ο ήλιος, ζεσταίνει, βράζουν τα σπαρτά και δεν μεστώνουν. Το αμέστωτο στάρι δεν έκανε καλό ψωμί και το σπουδαιότερο, ήταν ακατάλληλο για σπορά. Τα χωράφια έμεναν άσπορα, γιατί περίσσιος σπόρος δεν υπήρχε ακόμα κι αν είχαν χρήματα να τον αγοράσουν. Ονομαστές ήταν οι σιτοδείες των ετών 1273, 1305 και 1306. Τότε δεν υπήρχαν και άλλα τρόφιμα, με αποτέλεσμα ο κόσμος του Λασιθίου να τρέφεται μόνο με χόρτα και φύλλα δέντρων.
Αξίζει, επίσης, σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι ο λιμός του 1273 προήλθε κυρίως από την ανομβρία. Τότε λέγεται ότι έβρεξε μόνο μια φορά το χειμώνα και οι κάτοικοι του Λασιθίου, αλλά και όλης της Κρήτης, πέθαιναν από έλλειψη τροφών.
Αλήθεια, φαίνεται πολύ παράξενο να υποφέρει το Λασίθι από σιτοδεία και πείνα, ενώ εθεωρείτο τα χρόνια εκείνα ο σιτοβολώνας της Κρήτης. Μάλιστα η στρεμματική του απόδοση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έφθανε πολλές χρονιές στα εκατό χιλιάδες μουζούρια, δηλαδή 1.536.000 κιλά.
Αυτή η διαπίστωση έκανε πολλούς γεωργούς των όμορων επαρχιών να γίνονται παχτωτές χωραφιών του Λασιθίου, αφενός μεν για να βγάλουν άφθονο στάρι, ώστε να θρέψουν τις οικογένειές τους και να πληρώσουν τους φόρους τους στους φοροεισπράκτορες Ενετούς, αφετέρου δε για ν’ αποφύγουν την υποχρεωτική ή δια της βίας στρατολόγησή τους για υπηρεσία στις Ενετικές γαλέρες ή στην ανέγερση Ενετικών φρουρίων. Γιατί, όποιος πάχτωνε και καλλιεργούσε κτήματα του Δημοσίου (αναφέρθηκε παραπάνω ότι το Οροπέδιο Λασιθίου ανήκε στο Ενετικό Δημόσιο), είχε το προνόμιο της απαλλαγής.
Άλλου είδους θεομηνία ήταν οι πλημμύρες. Το Λασίθι από τα χρόνια εκείνα υπέφερε από πλημμύρες όμοιες με αυτές του φετινού Δεκέμβρη που κατά τους ειδικούς, νερό που έφθανε τους 15.000.000 τόνους κάλυψε μεγάλο μέρος του κάμπου καταστρέφοντας 4.000 στρέμματα σιτηρών και οσπρίων. Το φαινόμενο παρουσιαζόταν παλαιότερα πιο συχνά λόγω των πολλών βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων. Ο χώνος, το χωνευτήρι που φεύγουν τα νερά προς την επαρχία Πεδιάδας, δεν είναι ικανός ν’ απορροφήσει τις μεγάλες βροχοπτώσεις που αναγκαστικά κατακλύζουν το δυτικό κυρίως μέρος του κάμπου. Η προσπάθεια δε διάνοιξις του ίσως φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Μόνο η διάνοιξη ενός τούνελ για την απορροή των υδάτων που λιμνάζουν και την διοχέτευσή τους στο προγραμματιζόμενο φράγμα Αποσελέμη ίσως να σώσει την κατάσταση.
Εκτός από τις θεομηνίες η Κρήτη, και μαζί με αυτήν το Οροπέδιο Λασιθίου, υπέφερε από διάφορες μολυσματικές ασθένειες, η κυριότερη από τις οποίες ήταν η πανώλης (η πανούκλα, όπως την αποκαλούσε ο λαός). Ήταν μια φοβερή, θανατηφόρα ασθένεια που δίκαια ο κόσμος την ονόμαζε “μαύρο θάνατο”. Την ξεχωρίζουμε από τις άλλες μολυσματικές ασθένειες της εποχής, γιατί ήταν η αιτία που εξολοθρεύτηκε ένα ολόκληρο χωριό του Οροπεδίου Λασιθίου, το Αγουστί χωριό, που είχε πόρτες 92 (οικογένειες), δηλαδή 300-400 κατοίκους. Μέσα σ’ ένα χρόνο δεν έμεινε παρά μόνο ένας κύρης και ένας γιος, όπως αναφέρει η Ιστορία, αλλά και η παράδοση. Οι διασωθέντες μετοίκησαν στο χωριό Αβδού Πεδιάδας.
Η ασθένεια αυτή είχε από πολύ παλιά εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Η εξάπλωση γινόταν ακαριαία. Οι Κρητικοί λόγω της συχνής επικοινωνίας τους με τ’ άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα παράλια της Μεσογείου την έφεραν στο νησί άθελά τους. Εμφανίστηκε και εξαπλώθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου μετά το 1291. Έτσι, τη βλέπουμε το 1376, το 1456, το 1464, το 1471, το 1780 κ.λ.π. να ταλαιπωρεί και να σκοτώνει τον κόσμο. Ειδικά στην Κρήτη μεταδόθηκε το 1571, το 1625, το 1720, το 1789 κ.λ.π. Από στατιστικές των θανάτων εξαιτίας μολυσματικών νόσων μαθαίνουμε ότι υπήρξε η πιο θανατηφόρα. Πολλές φορές ερήμωσε ολόκληρα γεωγραφικά διαμερίσματα.
Η ασθένεια παρουσιαζόταν απότομα. Ο ασθενής παρουσίαζε υψηλό πυρετό, σκοτοδίνη και είχε δυνατούς πόνους σ’ όλο το σώμα. Μέσα σε λίγα λεπτά το σώμα γέμιζε εξογκώματα -μαλακά ή σκληρά- που έφθαναν κάποτε το μέγεθος αυγού. Όταν ήσαν σκληρά, ο θάνατος ήταν βέβαιος και άμεσος. Οι γιατροί της εποχής δεν πρόφθαναν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Κολλούσαν την ασθένεια και τους περίμενε η ίδια τύχη. Μα και οι παππάδες που έτρεχαν να μεταλάβουν τους ετοιμοθάνατους, πάθαιναν το ίδιο. Στο τέλος έπαυαν να τους υπηρετούν και να τους προστατεύουν ακόμη και οι στενοί συγγενείς τους. Έτσι, έμεναν αβοήθητοι χωρίς τροφή και νερό και πέθαιναν μένοντας άταφοι, βορά στα αρπακτικά όρνεα.
Στο Αγουστί χωριό, που είχε αυτήν την τύχη, ασφαλώς διαδόθηκε το 1789, αφού κατά την απογραφή του 1780 φέρεται με 92 χαράτσια.
Στο χώρο της αυλής του σωζόμενου ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου έγινε μια δεντροφύτευση το έτος 1964 μαζί με τους μαθητές των ανωτέρων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου. Κατά την εξόρυξη των λάκκων, βρέθηκαν ομαδικοί τάφοι με ανθρώπινους σκελετούς. Σ’ άλλα χωριά του Οροπεδίου δεν μεταδόθηκε η επάρατη νόσος.
Το έτος 1894 ο Γαλλοελβετός γιατρός, Αλεξάντερ Γιέρσιν, ανακάλυψε ότι η ασθένεια της πανούκλας οφείλεται σε βακτηρίδιο. Συγκεκριμένα, το βακτηρίδιο της πανώλης μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ψύλλους των ποντικιών και από άνθρωπο σε άνθρωπο με τα σταγονίδια της αναπνοής. Μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών η ασθένεια καταπολεμήθηκε και σήμερα σχεδόν έχει εκλείψει.
πηγη oropedio.gr
Το 1900-1700 π.Χ. το θρησκευτικό κέντρο της Τραπέζας μετατοπίστηκε στο Δικταίο Άντρο (Σπήλαιο Ψυχρού), το σπήλαιο της Βηθλεέμ της προχριστιανικής θρησκείας των Ελλήνων, όπου κατά τη Θεογονία του Ησιόδου, γεννήθηκε ο Ζεύς.
Το Δικταίο Άντρο υπήρξε σπουδαιότατος τόπος λατρείας, όπως φαίνεται από τα ευρήματα: τράπεζες σπονδών, χάλκινα ειδώλια σε στάση προσευχής, όπλα αναθηματικά, διπλοί πελέκεις κ.λπ. (Βλ. D.C.Hogarth, The Dictaean Cave, BSA, vol. VI, σ.94, 109). To Δικταίο Άντρο συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον από τα 3320 σπήλαια της Κρήτης τόσο για την προϊστορία του, όσο και για το θεαματικό του διάκοσμο.
Μια άλλη αρχαία πόλη υπήρξε τη Μεσομινωική III περίοδο στην κορυφή του υψώματος Παπούρα (1026 μ.), βορειοδυτικά του χωρίου Λαγού. Στην περιοχή αυτή έκανε ανασκαφές ο Pendlebury.
Επίσης στο σημερινό χωριό Πλάτη, κοντά στο Δικταίο Άντρο, ανασκάφηκε το 1913 από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή οικισμός, που κατοικήθηκε την πρώτη Υστερομινωική μέχρι την τρίτη Υστερομινωική περίοδο.
Άλλος Υπομινωικός οικισμός στην περιοχή του Λασιθίου ήταν στο ύψωμα Καρφί (1100 μ.), στις δυτικές προσβάσεις της Σελένας, βορειοδυτικά του Τζερμιάδω. (Σχετικά βλ. λήμμα Καρφί).
Για τις επόμενες χρονικές περιόδους, ακόμη και για τη Β' Βυζαντινή, δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές για το Λασίθι. Ούτε μπορούμε να εικάσουμε από λείψανα των περιόδων αυτών, γιατί η καταστροφή του Λασιθίου από τη Βενετία τους τρείς πρώτους αιώνες της κυριαρχίας της ήταν ολοκληρωτική και δεν άφησε ίχνος ζωής, ούτε ερείπια οικισμών .Έχουν παραμείνει μόνο 3 βυζαντινές εκκλησίες, όπως θα δούμε και παρακάτω. Πόσοι και ποιοι οικισμοί υπήρχαν στις περιόδους αυτές, δεν γνωρίζουμε και πιθανόν να μην μάθουμε ποτέ.
Κατά τη 2η Σταυροφορία και συγκεκριμένα στις 4/4/1204 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων ή Σταυροφθόρων, όπως ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς. Σώθηκαν μόνο ελάχιστες επαρχίες. Οι Σταυροφόροι μοίρασαν τότε την απέραντη αυτοκρατορία μεταξύ τους.
Η Κρήτη έπεσε στο μερίδιο του Λομβαρδού Μαρκησίου του Μομφεράτου Βονιφάτιου, που ονομάσθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Ο Βονιφάτιος, για να χαρεί την βασιλεία του ανενόχλητος, μεταβίβασε το έτος 1204 με συμβόλαιο επίσημο, που υπογράφηκε στην Ανδριανούπολη, την κυριότητα της Κρήτης στους Ενετούς αντί (1000) χιλίων μαρκών καθαρού αργύρου, που άξιζαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) χρυσά φράγκα. Η μάρκα ήταν μονάδα βάρους και αντιστοιχούσε σε 238,5 γραμμάρια. Η Κρήτη, δηλαδή, πουλήθηκε στην εξευτελιστική τιμή των 238,5 κιλών αργύρου.
Οι Ενετοί πήραν τα χωράφια των Κρητικών, τα οικειοποιήθηκαν και παράλληλα τους κακομεταχειρίζονταν. Οι Κρητικοί, ένας λαός φιλελεύθερος, δεν μπορούσαν να ανεχθούν αυτές τις ταπεινώσεις των κατακτητών και άρχισαν να αντιδρούν έντονα και να τους παρενοχλούν από τα πρώτα κιόλας χρόνια με εξεγέρσεις, δολιοφθορές και άλλα διάφορα.
Το Οροπέδιο Λασιθίου λόγω της ευφορίας του και της φυσικής του οχυρότητας ήταν ο τόπος απ’ όπου άρχιζαν πολλές επαναστάσεις ή όπου κατέφευγαν οι επαναστάτες και οι αποκηρυγμένοι. Δίκαια το ονόμασαν “αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας”. Γνωστές είναι οι επαναστάσεις των Αγιοστεφανιτών το 1212, των Χορτατσών το 1273, των Καψοκαλύβων το 1341 και των αδελφών Καλλέργη το 1363, που ξεκίνησαν όλες από το Οροπέδιο Λασιθίου.
Απαγόρευση κατοίκησης του ΟροπεδίουΟι φεουδάρχες Ενετοί του Λασιθίου, παρενοχλημένοι διαρκώς από τους ντόπιους, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Τότε, για να μην βρίσκουν άσυλο οι επαναστάτες στο Λασίθι, ο Δούκας του Ηρακλείου εισηγήθηκε στο Συμβούλιο των Ευγενών να κηρυχθεί το Λασίθι τόπος ακατοίκητος (1293). Παράλληλα, εξεδόθη άλλο διάταγμα της ενετικής γερουσίας, το οποίο απαγόρευε στους Ενετούς να παντρεύονται Κρητικοπούλες. Όσοι παρανομούσαν, έχαναν τον φέουδό τους. Αυτό, όμως, δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το Οροπέδιο Λασιθίου, βέβαια, με το αδούλωτο φρόνημά του δεν συμμορφώθηκε στις απειλές και τότε η Βενετία με νέο πιο σκληρό νόμο διέταξε το έτος 1343 την ερήμωσή του, το γκρέμισμα όλων των σπιτιών (δεν άφησαν πέτρα πάνω στην άλλη), το ξερίζωμα όλων των οπωροφόρων δέντρων και των αμπελιών. Όποιος συλλαμβανόταν να μένει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη του Λασιθίου ή να βόσκει τα ζώα του, του έκοβαν το ένα πόδι ή τον σκότωναν. Έτσι, οι κάτοικοί του κατέφυγαν στα χωριά των όμορων επαρχιών κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά μόνιμα. Να γιατί δε σώζεται στο Λασίθι τίποτα το βυζαντινό, ούτε ονόματα χωριών, ούτε τοπωνύμια. Τα μοναδικά βυζαντινά λείψανα είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Αγουστί χωριό (κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Γεώργιος), η εκκλησία του Αγίου Σεργίου και Βάκχου στο νεκροταφείο του χωριού Γεροντωμουρί (σημερινό Αγ. Χαράλαμπος) και η εκκλησία της Αγίας Άννας στο νεκροταφείο του Τζερμιάδου, η οποία πριν από 50 περίπου χρόνια κακώς κατεδαφίστηκε και στην θέση της ανεγέρθηκε άλλη μεγαλύτερή της. Η παραπάνω απαγόρευση κράτησε πάνω από 200 χρόνια.
Άρση της απαγόρευσηςΤον 15ο αιώνα άρχισε να πέφτει στην Κρήτη πείνα λόγω της αφορίας των δημητριακών και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τα στρατεύματά τους, που διαρκώς πλήθαιναν στο νησί φοβούμενοι την κατάληψή της από τους Τούρκους. Τότε ο Δούκας του Ηρακλείου εισηγήθηκε στη Βενετία ότι δεν υπήρχε πια λόγος να μένει ακαλλιέργητος ο εύφορος αυτός τόπος, το Λασίθι, εφόσον τα πράγματα είχαν ησυχάσει. Καλό θα ήταν, λοιπόν, ν’ αρχίσει να σπέρνεται ο τόπος από τη διοίκηση των Ενετών ή να ενοικιάζεται.
Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το Λασίθι θεωρούνταν ανέκαθεν ο σιτοβολώνας της Κρήτης. Πετύχαινε ακόμη και τις χρονιές που λόγω ανομβρίας ή άλλων αιτιών αποτύγχαναν τα σιτηρά στην υπόλοιπη Κρήτη. Έτσι βγήκε και η παροιμία “αν πετύχει το Λασίθι, κακόν το ‘παθε η Κρήτη”. Δεν μπορούσε, λοιπόν, να μένει ακαλλιέργητο, ενώ η Κρήτη πεινούσε! Έτσι, στις 30 Νοεμβρίου 1514 ανακλήθηκε το απαγορευτικό διάταγμα κι επιτράπηκε ξανά η καλλιέργειά του.
Το Λασίθι, όμως, με την πολυετή ακαλλιεργησία του είχε γίνει ένα απέραντο λιβάδι που για να καλλιεργηθεί, έπρεπε να αποστραγγισθεί και να εκχερσωθεί. Τότε η Ενετία έστειλε μηχανικούς έμπειρους σε αποστραγγιστικά έργα, οι οποίοι χάραξαν και άνοιξαν τις “Λίνιες” που σώζονται ακόμη και σήμερα και έτσι αποστραγγίστηκε ο κάμπος.
Επανακατοίκηση του ΟροπεδίουΎστερα απ’ όλα αυτά η Ενετία επέτρεψε σ’ όσους ήθελαν να βγουν στο οροπέδιο, να παχτώσουν (ενοικιάσουν) όση γη μπορούσαν να καλλιεργήσουν. Παράλληλα έφερε κι εκείνη Πελοποννήσιους φίλους της από την Μονεμβασιά και το Ναύπλιο, για να τους ανταμείψει για την φιλική στάση τους απέναντί της τα χρόνια της Ενετοκρατίας και τους μοίρασε μεγάλες εκτάσεις στο Οροπέδιο να τις καλλιεργούν με την υποχρέωση να της παραδίδουν το ένα τρίτο της σοδειάς τους. Σε αυτό το σημείο αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι τα έσοδα του Δημοσίου από τα παχτωτικά έφθαναν ενίοτε στα δεκαέξι χιλ. μουζούρια δημητριακά και ότι το Λασίθι δεν αποτέλεσε ποτέ Καστελανία (επαρχία), αλλά υπαγόταν απευθείας στο Δούκα.
Στους αγρότες που ανέβαιναν στο Λασίθι για καλλιέργειες απαγόρευαν να χτίζουν κανονικά σπίτια και να δημιουργούν χωριά. Γι’ αυτό, η παραμονή τους διαρκούσε όσο η σπορά ή ο θερισμός και τ’ αλώνισμα. Αυτοί διέμεναν σε πρόχειρα σπίτια και καλύβες σε μικρούς οικισμούς, τα λεγόμενα “μετόχια”.
Έτσι δημιουργήθηκαν 46 μετόχια, πολλά από τα οποία πήραν τ’ όνομά τους από τον πρώτο τους οικιστή (Τζερμιάδω από τον Τζερμιά, Φαρσάρω από τον Φαρσάρη κ.λ.π.). Άλλα απ’ αυτά διατηρήθηκαν και εξελίχθηκαν αργότερα σε χωριά (Αγ. Γεώργιος, Τζερμιάδω, Αβρακόντε, Αγ. Κωνσταντίνος κ.λ.π.) και άλλα έσβησαν και διατηρούνται σήμερα μόνο ως τοπωνύμια (Αγουστί, Μόρος, Χώνος , Κερασά, Σαρακηνού, Αγία Πελαγία κ.λ.π.)
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Λασίθι έπαθε και πάλι μεγάλες καταστροφές κατά τις επαναστάσεις, παρ' όλο που δεν κατοίκησαν ποτέ Τούρκοι εκεί. Το 1823 ο Αιγύπτιος Χασάν πασάς προσπάθησε να το καταλάβει από τις συνήθεις διαβάσεις της Αμπέλου και Τσούλη Μνήμα, αλλά η άμυνα του οροπεδίου ήταν αποτελεσματική. Προχώρησε από τη Βιάννο, κατέλαβε την Κριτσά Μεραμπέλου και από εκεί πέρασε στο Καθαρό, απ' όπου κατέβηκε στο οροπέδιο από ένα αφρούρητο μονοπάτι και κατέστρεψε τα πάντα. Η παράδοση λέει ότι οι Τούρκοι έκαναν πυραμίδα με τα κεφάλια των σκοτωμένων και πολλά παιδιά και γυναίκες πάρθηκαν αιχμάλωτοι.
Το Μάη του 1867 ο Αττίλας της Κρήτης Ομέρ πασάς κατόρθωσε και αυτός να «πατήσει» το Λασίθι από αφρούρητο και πάλι μονοπάτι της Γερακιανής Λαγκάδας και να το καταστρέψει ύστερα από πολυήμερες μάχες με τους επαναστάτες.
Και τέλος, κατά την περίοδο της Γερμανοϊταλικής κατοχής το Λασίθι δεν υστέρησε σε θυσίες και τα γύρω βουνά έπαιξαν και πάλι τον αιώνιο ρόλο τους για την Ελευθερία.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η επαρχία Λασιθίου υπαγόταν στο νομό Ηρακλείου, όπως άλλωστε και οι επαρχίες Σητείας, Ιεράπετρας και Μεραμπέλου. Ύστερα από τον Οργανικό νόμο του 1867 ξαναϊδρύθηκε ο νομός Λασιθίου, που τον αποτέλεσαν οι επαρχίες Μεραμπέλου, Λασιθίου, Σητείας και Ιεράπετρας, όπως άλλωστε αποτελείται μέχρι σήμερα.
Θεομηνίες και ΕπιδημίεςΑξίζει ν’ αναφέρουμε ότι η Κρήτη, επομένως και το Λασίθι, δεν υπέφερε μόνο από το σκληρό δυνάστη κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας, αλλά δοκιμαζόταν τακτικά και από καταστρεπτικούς σεισμούς. Ονομαστοί έμειναν οι σεισμοί του 1416, του 1596 και του 1604. Ο τελευταίος μάλιστα με τους μετασεισμούς του κράτησε αρκετό χρόνο και ήταν ο πιο καταστρεπτικός. Ο κόσμος δεν κοιμόταν μέσα στα σπίτια, αλλά στο ύπαιθρο. Οι παραπάνω σεισμοί αποδεκάτισαν τον πληθυσμό του Λασιθίου. Εκτός από τους σεισμούς, ο τόπος υπέφερε συχνά από λειψυδρία, σιτοδεία, πείνα και μολυσματικές ασθένειες.
Ένας από τους σοβαρούς λόγους της συχνής πείνας ήταν ο σύρκος. Ήταν μια ασθένεια των φυτών και κυρίως των σιτηρών, που επιστημονικά ονομάζεται ερυσίβη των σιτηρών. Η ασθένεια, όταν χτυπήσει τα φυτά, ακόμη και σήμερα, προκαλεί μεγάλες καταστροφές. Κατ’ αυτή συρκώνουν, όπως λέμε, τα φυτά που βρίσκονται σε μεγάλη υγρασία ιδίως την άνοιξη. Τα σιτηρά του Λασιθίου παλαιότερα και κυρίως μετά το 1574, οπότε υπήρχαν πολύ περισσότερες βροχές σε σύγκριση με σήμερα, υπέφεραν από σύρκο γιατί λόγω της γεωγραφικής διαμόρφωσής του, η αφούρα (ομίχλη) που πιάνει κάθε πρωί, δεν φεύγει εύκολα. Ανατέλλει ο ήλιος, ζεσταίνει, βράζουν τα σπαρτά και δεν μεστώνουν. Το αμέστωτο στάρι δεν έκανε καλό ψωμί και το σπουδαιότερο, ήταν ακατάλληλο για σπορά. Τα χωράφια έμεναν άσπορα, γιατί περίσσιος σπόρος δεν υπήρχε ακόμα κι αν είχαν χρήματα να τον αγοράσουν. Ονομαστές ήταν οι σιτοδείες των ετών 1273, 1305 και 1306. Τότε δεν υπήρχαν και άλλα τρόφιμα, με αποτέλεσμα ο κόσμος του Λασιθίου να τρέφεται μόνο με χόρτα και φύλλα δέντρων.
Αξίζει, επίσης, σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι ο λιμός του 1273 προήλθε κυρίως από την ανομβρία. Τότε λέγεται ότι έβρεξε μόνο μια φορά το χειμώνα και οι κάτοικοι του Λασιθίου, αλλά και όλης της Κρήτης, πέθαιναν από έλλειψη τροφών.
Αλήθεια, φαίνεται πολύ παράξενο να υποφέρει το Λασίθι από σιτοδεία και πείνα, ενώ εθεωρείτο τα χρόνια εκείνα ο σιτοβολώνας της Κρήτης. Μάλιστα η στρεμματική του απόδοση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έφθανε πολλές χρονιές στα εκατό χιλιάδες μουζούρια, δηλαδή 1.536.000 κιλά.
Αυτή η διαπίστωση έκανε πολλούς γεωργούς των όμορων επαρχιών να γίνονται παχτωτές χωραφιών του Λασιθίου, αφενός μεν για να βγάλουν άφθονο στάρι, ώστε να θρέψουν τις οικογένειές τους και να πληρώσουν τους φόρους τους στους φοροεισπράκτορες Ενετούς, αφετέρου δε για ν’ αποφύγουν την υποχρεωτική ή δια της βίας στρατολόγησή τους για υπηρεσία στις Ενετικές γαλέρες ή στην ανέγερση Ενετικών φρουρίων. Γιατί, όποιος πάχτωνε και καλλιεργούσε κτήματα του Δημοσίου (αναφέρθηκε παραπάνω ότι το Οροπέδιο Λασιθίου ανήκε στο Ενετικό Δημόσιο), είχε το προνόμιο της απαλλαγής.
Άλλου είδους θεομηνία ήταν οι πλημμύρες. Το Λασίθι από τα χρόνια εκείνα υπέφερε από πλημμύρες όμοιες με αυτές του φετινού Δεκέμβρη που κατά τους ειδικούς, νερό που έφθανε τους 15.000.000 τόνους κάλυψε μεγάλο μέρος του κάμπου καταστρέφοντας 4.000 στρέμματα σιτηρών και οσπρίων. Το φαινόμενο παρουσιαζόταν παλαιότερα πιο συχνά λόγω των πολλών βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων. Ο χώνος, το χωνευτήρι που φεύγουν τα νερά προς την επαρχία Πεδιάδας, δεν είναι ικανός ν’ απορροφήσει τις μεγάλες βροχοπτώσεις που αναγκαστικά κατακλύζουν το δυτικό κυρίως μέρος του κάμπου. Η προσπάθεια δε διάνοιξις του ίσως φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Μόνο η διάνοιξη ενός τούνελ για την απορροή των υδάτων που λιμνάζουν και την διοχέτευσή τους στο προγραμματιζόμενο φράγμα Αποσελέμη ίσως να σώσει την κατάσταση.
Εκτός από τις θεομηνίες η Κρήτη, και μαζί με αυτήν το Οροπέδιο Λασιθίου, υπέφερε από διάφορες μολυσματικές ασθένειες, η κυριότερη από τις οποίες ήταν η πανώλης (η πανούκλα, όπως την αποκαλούσε ο λαός). Ήταν μια φοβερή, θανατηφόρα ασθένεια που δίκαια ο κόσμος την ονόμαζε “μαύρο θάνατο”. Την ξεχωρίζουμε από τις άλλες μολυσματικές ασθένειες της εποχής, γιατί ήταν η αιτία που εξολοθρεύτηκε ένα ολόκληρο χωριό του Οροπεδίου Λασιθίου, το Αγουστί χωριό, που είχε πόρτες 92 (οικογένειες), δηλαδή 300-400 κατοίκους. Μέσα σ’ ένα χρόνο δεν έμεινε παρά μόνο ένας κύρης και ένας γιος, όπως αναφέρει η Ιστορία, αλλά και η παράδοση. Οι διασωθέντες μετοίκησαν στο χωριό Αβδού Πεδιάδας.
Η ασθένεια αυτή είχε από πολύ παλιά εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Η εξάπλωση γινόταν ακαριαία. Οι Κρητικοί λόγω της συχνής επικοινωνίας τους με τ’ άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα παράλια της Μεσογείου την έφεραν στο νησί άθελά τους. Εμφανίστηκε και εξαπλώθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου μετά το 1291. Έτσι, τη βλέπουμε το 1376, το 1456, το 1464, το 1471, το 1780 κ.λ.π. να ταλαιπωρεί και να σκοτώνει τον κόσμο. Ειδικά στην Κρήτη μεταδόθηκε το 1571, το 1625, το 1720, το 1789 κ.λ.π. Από στατιστικές των θανάτων εξαιτίας μολυσματικών νόσων μαθαίνουμε ότι υπήρξε η πιο θανατηφόρα. Πολλές φορές ερήμωσε ολόκληρα γεωγραφικά διαμερίσματα.
Η ασθένεια παρουσιαζόταν απότομα. Ο ασθενής παρουσίαζε υψηλό πυρετό, σκοτοδίνη και είχε δυνατούς πόνους σ’ όλο το σώμα. Μέσα σε λίγα λεπτά το σώμα γέμιζε εξογκώματα -μαλακά ή σκληρά- που έφθαναν κάποτε το μέγεθος αυγού. Όταν ήσαν σκληρά, ο θάνατος ήταν βέβαιος και άμεσος. Οι γιατροί της εποχής δεν πρόφθαναν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Κολλούσαν την ασθένεια και τους περίμενε η ίδια τύχη. Μα και οι παππάδες που έτρεχαν να μεταλάβουν τους ετοιμοθάνατους, πάθαιναν το ίδιο. Στο τέλος έπαυαν να τους υπηρετούν και να τους προστατεύουν ακόμη και οι στενοί συγγενείς τους. Έτσι, έμεναν αβοήθητοι χωρίς τροφή και νερό και πέθαιναν μένοντας άταφοι, βορά στα αρπακτικά όρνεα.
Στο Αγουστί χωριό, που είχε αυτήν την τύχη, ασφαλώς διαδόθηκε το 1789, αφού κατά την απογραφή του 1780 φέρεται με 92 χαράτσια.
Στο χώρο της αυλής του σωζόμενου ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου έγινε μια δεντροφύτευση το έτος 1964 μαζί με τους μαθητές των ανωτέρων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου. Κατά την εξόρυξη των λάκκων, βρέθηκαν ομαδικοί τάφοι με ανθρώπινους σκελετούς. Σ’ άλλα χωριά του Οροπεδίου δεν μεταδόθηκε η επάρατη νόσος.
Το έτος 1894 ο Γαλλοελβετός γιατρός, Αλεξάντερ Γιέρσιν, ανακάλυψε ότι η ασθένεια της πανούκλας οφείλεται σε βακτηρίδιο. Συγκεκριμένα, το βακτηρίδιο της πανώλης μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ψύλλους των ποντικιών και από άνθρωπο σε άνθρωπο με τα σταγονίδια της αναπνοής. Μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών η ασθένεια καταπολεμήθηκε και σήμερα σχεδόν έχει εκλείψει.
πηγη oropedio.gr